απεμπρός
Appearance
Greek
[edit]Adverb
[edit]απεμπρός • (apemprós)
- (rare form) rare script of of από εμπρος (apó empros): από μπρος (apó bros) see: από (apó), εμπρός (emprós)
See also
[edit]- Written as the mediaeval ἀποεμπροστά (apoemprostá) / ἀπομπροστά (apomprostá) see: εμπρός (emprós) & μπροστά (brostá)