Jump to content

απεμπρός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adverb

[edit]

απεμπρός (apemprós)

  1. (rare form) rare script of of από εμπρος (apó empros): από μπρος (apó bros) see: από (apó), εμπρός (emprós)

See also

[edit]