απεγκλωβισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απεγκλωβισμός • (apegklovismós) m (plural απεγκλωβισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απεγκλωβισμός (apegklovismós) | απεγκλωβισμοί (apegklovismoí) |
genitive | απεγκλωβισμού (apegklovismoú) | απεγκλωβισμών (apegklovismón) |
accusative | απεγκλωβισμό (apegklovismó) | απεγκλωβισμούς (apegklovismoús) |
vocative | απεγκλωβισμέ (apegklovismé) | απεγκλωβισμοί (apegklovismoí) |
Related terms
[edit]- απεγκλωβίζω (apegklovízo, “I set free”)