Jump to content

απεγκλωβισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απεγκλωβισμός (apegklovismósm (plural απεγκλωβισμοί)

  1. freedom
  2. setting free, freeing

Declension

[edit]
Declension of απεγκλωβισμός
singular plural
nominative απεγκλωβισμός (apegklovismós) απεγκλωβισμοί (apegklovismoí)
genitive απεγκλωβισμού (apegklovismoú) απεγκλωβισμών (apegklovismón)
accusative απεγκλωβισμό (apegklovismó) απεγκλωβισμούς (apegklovismoús)
vocative απεγκλωβισμέ (apegklovismé) απεγκλωβισμοί (apegklovismoí)
[edit]