απεγκλωβίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απεγκλωβίζομαι • (apegklovízomai) passive (past απεγκλωβίστηκα, ppp απεγκλωβισμένος, active απεγκλωβίζω)
- passive of απεγκλωβίζω (apegklovízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form