απανθρακώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απανθρακώνομαι • (apanthrakónomai) passive (past απανθρακώθηκα, ppp απανθρακωμένος, active απανθρακώνω)
- passive of απανθρακώνω (apanthrakóno)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: απανθρακώνω (apanthrakóno)