απαθανατίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απαθανατίζομαι • (apathanatízomai) passive (past απαθανατίστηκα/απαθανατίσθηκα, ppp απαθανατισμένος, active απαθανατίζω)
- passive of απαθανατίζω (apathanatízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form