απαγκιστρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απαγκιστρώνομαι • (apagkistrónomai) passive (past απαγκιστρώθηκα, ppp απαγκιστρωμένος, active απαγκιστρώνω)
- passive of απαγκιστρώνω (apagkistróno, “to break away”)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: απαγκιστρώνω (apagkistróno)