αξιώνω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αξιώ (axió)
Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek ἀξιώνω, from Ancient Greek ἀξιῶ (axiô, “ἀξι(ῶ)”), contracted form of ἀξιόω (axióō) + modern verbal suffix -ώνω (-óno).[1] Doublet of αξιώ (axió).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αξιώνω • (axióno) (past αξίωσα, passive αξιώνομαι, p‑past αξιώθηκα, ppp αξιωμένος)
- for the active voice: to insist, claim, demand
- different sense for passive αξιώνομαι (axiónomai), passive past αξιώθηκα (axióthika), etc ("be granted, be hono(u)red")
- both senses for the passive perfect participle αξιωμένος (axioménos)
Conjugation
[edit]αξιώνω αξιώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αξιώνω | αξιώσω | αξιώνομαι | αξιωθώ |
2 sg | αξιώνεις | αξιώσεις | αξιώνεσαι | αξιωθείς |
3 sg | αξιώνει | αξιώσει | αξιώνεται | αξιωθεί |
1 pl | αξιώνουμε, [‑ομε] | αξιώσουμε, [‑ομε] | αξιωνόμαστε | αξιωθούμε |
2 pl | αξιώνετε | αξιώσετε | αξιώνεστε, αξιωνόσαστε | αξιωθείτε |
3 pl | αξιώνουν(ε) | αξιώσουν(ε) | αξιώνονται | αξιωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αξίωνα | αξίωσα | αξιωνόμουν(α) | αξιώθηκα |
2 sg | αξίωνες | αξίωσες | αξιωνόσουν(α) | αξιώθηκες |
3 sg | αξίωνε | αξίωσε | αξιωνόταν(ε) | αξιώθηκε |
1 pl | αξιώναμε | αξιώσαμε | αξιωνόμασταν, (‑όμαστε) | αξιωθήκαμε |
2 pl | αξιώνατε | αξιώσατε | αξιωνόσασταν, (‑όσαστε) | αξιωθήκατε |
3 pl | αξίωναν, αξιώναν(ε) | αξίωσαν, αξιώσαν(ε) | αξιώνονταν, (αξιωνόντουσαν) | αξιώθηκαν, αξιωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αξιώνω ➤ | θα αξιώσω ➤ | θα αξιώνομαι ➤ | θα αξιωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αξιώνεις, … | θα αξιώσεις, … | θα αξιώνεσαι, … | θα αξιωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αξιώσει έχω, έχεις, … αξιωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αξιωθεί είμαι, είσαι, … αξιωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αξιώσει είχα, είχες, … αξιωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αξιωθεί ήμουν, ήσουν, … αξιωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αξιώσει θα έχω, θα έχεις, … αξιωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αξιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αξιωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αξίωνε | αξίωσε | — | αξιώσου |
2 pl | αξιώνετε | αξιώστε | αξιώνεστε | αξιωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αξιώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αξιώσει ➤ | αξιωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αξιώσει | αξιωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- and see: άξιος (áxios)
References
[edit]- ^ αξιώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- αξιώνω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language