αξιωματικά
Appearance
Greek
[edit]Adverb
[edit]αξιωματικά • (axiomatiká)
Adjective
[edit]αξιωματικά • (axiomatiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of αξιωματικός (axiomatikós)
αξιωματικά • (axiomatiká)
αξιωματικά • (axiomatiká)