Jump to content

αξιοσημείωτους

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aksiosiˈmiotus/
  • Hyphenation: α‧ξι‧ο‧ση‧μεί‧ω‧τους

Adjective

[edit]

αξιοσημείωτους (axiosimeíotous)

  1. accusative masculine plural of αξιοσημείωτος (axiosimeíotos)