αξιοσημείωτο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αξιοσημείωτο • (axiosimeíoto)
- accusative masculine singular of αξιοσημείωτος (axiosimeíotos)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of αξιοσημείωτος (axiosimeíotos)