ανώνυμες εταιρείες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανώνυμες εταιρείες • (anónymes etaireíes) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of ανώνυμη εταιρεία (anónymi etaireía).
ανώνυμες εταιρείες • (anónymes etaireíes) f