αντρές
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντρές • (antrés) m (plural αντρέδες)
References
[edit]- Δελβερούδη, Ρέα (Delveroúdi, Réa) (2019 October 22) Αιγυπτιώτικα: ένα γλωσσικό ιδίωμα υπό εξαφάνιση (;) [Egyptiot: an idiom under extinction (?)] (Language, society and ethnography)[1] (in Greek), University of the Aegean