Jump to content

αντιφρονών

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Substantivized masculine of the participle αντιφρονών (antifronón).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.fro.ˈnon/
  • Hyphenation: α‧ντι‧φρο‧νών

Noun

[edit]

αντιφρονών (antifronónm (plural αντιφρονούντες, feminine αντιφρονούσα)

  1. dissident, dissenter

Declension

[edit]
Declension of αντιφρονών
singular plural
nominative αντιφρονών (antifronón) αντιφρονούντες (antifronoúntes)
genitive αντιφρονούντος (antifronoúntos) αντιφρονούντων (antifronoúnton)
accusative αντιφρονούντα (antifronoúnta) αντιφρονούντες (antifronoúntes)
vocative αντιφρονών (antifronón) αντιφρονούντες (antifronoúntes)
[edit]