αντισυνταγματάρχη
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντισυνταγματάρχη • (antisyntagmatárchi) m or f
- Genitive, accusative and vocative singular form of αντισυνταγματάρχης (antisyntagmatárchis).
αντισυνταγματάρχη • (antisyntagmatárchi) m or f