αντιστοιχίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αντιστοιχίζομαι • (antistoichízomai) passive (past αντιστοιχίστηκα, ppp αντιστοιχισμένος, active αντιστοιχίζω)
- passive of αντιστοιχίζω (antistoichízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form