αντιπραγματισμός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιπραγματισμός (antipragmatismósm (plural αντιπραγματισμοί)

  1. (economics) barter
    Synonym: ανταλλαγή f (antallagí)
  2. (philosophy) antipragmatism

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιπραγματισμός (antipragmatismós) αντιπραγματισμοί (antipragmatismoí)
genitive αντιπραγματισμού (antipragmatismoú) αντιπραγματισμών (antipragmatismón)
accusative αντιπραγματισμό (antipragmatismó) αντιπραγματισμούς (antipragmatismoús)
vocative αντιπραγματισμέ (antipragmatismé) αντιπραγματισμοί (antipragmatismoí)

Further reading

[edit]