Jump to content

αντιμιλιταριστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιμιλιταριστής (antimilitaristísm (plural αντιμιλιταριστές, feminine αντιμιλιταρίστρια)

  1. antimilitarist

Declension

[edit]
Declension of αντιμιλιταριστής
singular plural
nominative αντιμιλιταριστής (antimilitaristís) αντιμιλιταριστές (antimilitaristés)
genitive αντιμιλιταριστή (antimilitaristí) αντιμιλιταριστών (antimilitaristón)
accusative αντιμιλιταριστή (antimilitaristí) αντιμιλιταριστές (antimilitaristés)
vocative αντιμιλιταριστή (antimilitaristí) αντιμιλιταριστές (antimilitaristés)
[edit]