αντιμετρούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντιμετρούμαι • (antimetroúmai) deponent (past αντιμετρήθηκα, ppp αντιμετρημένος)
- Alternative form of αντιμετριέμαι (antimetriémai)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αντιμετριέμαι (antimetriémai)