Jump to content

αντιμετρούμαι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αντιμετρούμαι (antimetroúmai) deponent (past αντιμετρήθηκα, ppp αντιμετρημένος)

  1. Alternative form of αντιμετριέμαι (antimetriémai)

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: αντιμετριέμαι (antimetriémai)