αντιλήπτωρ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιλήπτωρ • (antilíptor) m (plural αντιλήπτορες)
- Katharevousa form of αντιλήπτορας (antilíptoras, “protector”)
Declension
[edit]Declension of αντιλήπτωρ
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιλήπτωρ • | αντιλήπτορες • |
genitive | αντιλήπτορος • | αντιληπτόρων • |
accusative | αντιλήπτορα • | αντιλήπτορες • |
vocative | αντιλήπτορ • | αντιλήπτορες • |