Jump to content

αντιλήπτωρ

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιλήπτωρ (antilíptorm (plural αντιλήπτορες)

  1. Katharevousa form of αντιλήπτορας (antilíptoras, protector)

Declension

[edit]
Declension of αντιλήπτωρ
singular plural
nominative αντιλήπτωρ (antilíptor) αντιλήπτορες (antilíptores)
genitive αντιλήπτορος (antilíptoros) αντιληπτόρων (antiliptóron)
accusative αντιλήπτορα (antilíptora) αντιλήπτορες (antilíptores)
vocative αντιλήπτορ (antilíptor) αντιλήπτορες (antilíptores)