αντικληρικός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικληρικός • (antiklirikós) m (plural αντικληρικοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικληρικός (antiklirikós) | αντικληρικοί (antiklirikoí) |
genitive | αντικληρικού (antiklirikoú) | αντικληρικών (antiklirikón) |
accusative | αντικληρικό (antiklirikó) | αντικληρικούς (antiklirikoús) |
vocative | αντικληρικέ (antikliriké) | αντικληρικοί (antiklirikoí) |
Related terms
[edit]- see: κληρικός m (klirikós, “cleric”)