Jump to content

αντικληρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικληρικός (antiklirikósm (plural αντικληρικοί)

  1. secularist, anticlericalist

Declension

[edit]
Declension of αντικληρικός
singular plural
nominative αντικληρικός (antiklirikós) αντικληρικοί (antiklirikoí)
genitive αντικληρικού (antiklirikoú) αντικληρικών (antiklirikón)
accusative αντικληρικό (antiklirikó) αντικληρικούς (antiklirikoús)
vocative αντικληρικέ (antikliriké) αντικληρικοί (antiklirikoí)
[edit]