αντικληρικαλισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικληρικαλισμός • (antiklirikalismós) m (uncountable)
- (religion) anticlericalism, secularism
- Synonyms: αντικληρισμός (antiklirismós), αντικληρικισμός (antiklirikismós)
Declension
[edit] αντικληρικαλισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αντικληρικαλισμός • |
genitive | αντικληρικαλισμού • |
accusative | αντικληρικαλισμό • |
vocative | αντικληρικαλισμέ • |
Related terms
[edit]- see: κληρικός m (klirikós, “cleric”)
Further reading
[edit]- αντικληρικαλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el