Jump to content

αντικαθεστωτικούς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντικαθεστωτικούς (antikathestotikoús)

  1. accusative masculine plural of αντικαθεστωτικός (antikathestotikós)

Noun

[edit]

αντικαθεστωτικούς (antikathestotikoúsm

  1. accusative plural of αντικαθεστωτικός (antikathestotikós)