αντικαθίσταμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντικαθίσταμαι • (antikathístamai) passive (past αντικαταστάθηκα, ppp αντικατεστημένος, active αντικαθιστώ)
- passive of αντικαθιστώ (antikathistó)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.