Jump to content

αντικαγκελλάριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικαγκελλάριος (antikagkelláriosm (plural αντικαγκελλάριοι)

  1. Alternative form of αντικαγκελάριος (antikagkelários)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντικαγκελλάριος (antikagkellários) αντικαγκελλάριοι (antikagkellárioi)
genitive αντικαγκελλάριου (antikagkelláriou) αντικαγκελλάριων (antikagkellárion)
accusative αντικαγκελλάριο (antikagkellário) αντικαγκελλάριους (antikagkellárious)
vocative αντικαγκελλάριε (antikagkellárie) αντικαγκελλάριοι (antikagkellárioi)