Jump to content

αντικάμαρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικάμαρα (antikámaram (plural αντικάμαρες)

  1. anteroom, antechamber
    Synonym: αντιθάλαμος (antithálamos)

Declension

[edit]
Declension of αντικάμαρα
singular plural
nominative αντικάμαρα (antikámara) αντικάμαρες (antikámares)
genitive αντικάμαρας (antikámaras) -
accusative αντικάμαρα (antikámara) αντικάμαρες (antikámares)
vocative αντικάμαρα (antikámara) αντικάμαρες (antikámares)
[edit]