αντικάμαρα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικάμαρα • (antikámara) m (plural αντικάμαρες)
- anteroom, antechamber
- Synonym: αντιθάλαμος (antithálamos)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικάμαρα (antikámara) | αντικάμαρες (antikámares) |
genitive | αντικάμαρας (antikámaras) | - |
accusative | αντικάμαρα (antikámara) | αντικάμαρες (antikámares) |
vocative | αντικάμαρα (antikámara) | αντικάμαρες (antikámares) |
Related terms
[edit]- see: κάμαρα f (kámara, “room, chamber”)