Jump to content

αντιιός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιιός (antiiósm (plural αντιιοί)

  1. (medicine, microbiology) antivirus
    Antonym: ιός (iós)

Declension

[edit]
Declension of αντιιός
singular plural
nominative αντιιός (antiiós) αντιιοί (antiioí)
genitive αντιιού (antiioú) αντιιών (antiión)
accusative αντιιό (antiió) αντιιούς (antiioús)
vocative αντιιέ (antiié) αντιιοί (antiioí)
[edit]
  • see: ιός m (iós, virus)

Further reading

[edit]