Jump to content

αντιευρωπαϊστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αντιευρωπαϊστής (antievropaïstísm (plural αντιευρωπαϊστές, feminine αντιευρωπαΐστρια)

  1. (politics) anti-European

Declension

[edit]
Declension of αντιευρωπαϊστής
singular plural
nominative αντιευρωπαϊστής (antievropaïstís) αντιευρωπαϊστές (antievropaïstés)
genitive αντιευρωπαϊστή (antievropaïstí) αντιευρωπαϊστών (antievropaïstón)
accusative αντιευρωπαϊστή (antievropaïstí) αντιευρωπαϊστές (antievropaïstés)
vocative αντιευρωπαϊστή (antievropaïstí) αντιευρωπαϊστές (antievropaïstés)
[edit]