Jump to content

αντεροβγάλτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντεροβγάλτης (anterovgáltism (plural αντεροβγάλτες)

  1. eviscerator, disemboweler
  2. thug

Declension

[edit]
Declension of αντεροβγάλτης
singular plural
nominative αντεροβγάλτης (anterovgáltis) αντεροβγάλτες (anterovgáltes)
genitive αντεροβγάλτη (anterovgálti) αντεροβγαλτών (anterovgaltón)
accusative αντεροβγάλτη (anterovgálti) αντεροβγάλτες (anterovgáltes)
vocative αντεροβγάλτη (anterovgálti) αντεροβγάλτες (anterovgáltes)