ανταλλάσσομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ανταλλάσσομαι • (antallássomai) passive (past ανταλλάχτηκα/ανταλλάχθηκα, active ανταλλάζω)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
ανταλλάσσομαι • (antallássomai) passive (past ανταλλάχτηκα/ανταλλάχθηκα, active ανταλλάζω)
This verb needs an inflection-table template.