αντίκτυπος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αντίχτυπος (antíchtypos)
Noun
[edit]αντίκτυπος • (antíktypos) m (plural αντίκτυποι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίκτυπος (antíktypos) | αντίκτυποι (antíktypoi) |
genitive | αντίκτυπου (antíktypou) αντικτύπου (antiktýpou) |
αντίκτυπων (antíktypon) αντικτύπων (antiktýpon) |
accusative | αντίκτυπο (antíktypo) | αντίκτυπους (antíktypous) αντικτύπους (antiktýpous) |
vocative | αντίκτυπε (antíktype) | αντίκτυποι (antíktypoi) |
Second forms are formal.