Jump to content

αντίκτυπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αντίκτυπος (antíktyposm (plural αντίκτυποι)

  1. repercussions, backlash, impact

Declension

[edit]
Declension of αντίκτυπος
singular plural
nominative αντίκτυπος (antíktypos) αντίκτυποι (antíktypoi)
genitive αντίκτυπου (antíktypou)
αντικτύπου (antiktýpou)
αντίκτυπων (antíktypon)
αντικτύπων (antiktýpon)
accusative αντίκτυπο (antíktypo) αντίκτυπους (antíktypous)
αντικτύπους (antiktýpous)
vocative αντίκτυπε (antíktype) αντίκτυποι (antíktypoi)

Second forms are formal. 

[edit]