Jump to content

αντίκλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντίκλητος (antíklitosm

  1. (formal) attorney

Declension

[edit]
Declension of αντίκλητος
singular plural
nominative αντίκλητος (antíklitos) αντίκλητοι (antíklitoi)
genitive αντίκλητου (antíklitou)
αντικλήτου (antiklítou)
αντίκλητων (antíkliton)
αντικλήτων (antiklíton)
accusative αντίκλητο (antíklito) αντίκλητους (antíklitous)
αντικλήτους (antiklítous)
vocative αντίκλητε (antíklite) αντίκλητοι (antíklitoi)

Second forms are formal.