Jump to content

αντίδικη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντίδικη (antídikim (plural αντίδικες, masculine αντίδικος)

  1. (law) litigant, legal opponent

Declension

[edit]
Declension of αντίδικη
singular plural
nominative αντίδικη (antídiki) αντίδικες (antídikes)
genitive αντίδικης (antídikis) -
accusative αντίδικη (antídiki) αντίδικες (antídikes)
vocative αντίδικη (antídiki) αντίδικες (antídikes)
[edit]

Adjective

[edit]

αντίδικη (antídiki)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of αντίδικος (antídikos)