αντίδικη
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντίδικη • (antídiki) m (plural αντίδικες, masculine αντίδικος)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίδικη (antídiki) | αντίδικες (antídikes) |
genitive | αντίδικης (antídikis) | - |
accusative | αντίδικη (antídiki) | αντίδικες (antídikes) |
vocative | αντίδικη (antídiki) | αντίδικες (antídikes) |
Related terms
[edit]- see: αντιδικία f (antidikía, “litigation”)
Adjective
[edit]αντίδικη • (antídiki)
- nominative/accusative/vocative feminine singular of αντίδικος (antídikos)