From Wiktionary, the free dictionary
From αν- ( an- , α- privative ) + ορθογραφώ ( orthografó ) .
ανορθογραφώ • (anorthografó ) (past ανορθογράφησα , passive ανορθογραφούμαι , p‑past ανορθογραφήθηκα , ppp ανορθογραφημένος )
to misspell
ανορθογραφώ , ανορθογραφούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανορθογραφώ
ανορθογραφήσω
ανορθογραφούμαι
ανορθογραφηθώ
2 sg
ανορθογραφείς
ανορθογραφήσεις
ανορθογραφείσαι
ανορθογραφηθείς
3 sg
ανορθογραφεί
ανορθογραφήσει
ανορθογραφείται
ανορθογραφηθεί
1 pl
ανορθογραφούμε
ανορθογραφήσουμε , [-ομε ]
ανορθογραφούμαστε
ανορθογραφηθούμε
2 pl
ανορθογραφείτε
ανορθογραφήσετε
ανορθογραφείστε
ανορθογραφηθείτε
3 pl
ανορθογραφούν (ε )
ανορθογραφήσουν (ε )
ανορθογραφούνται
ανορθογραφηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανορθογραφούσα
ανορθογράφησα
[ανορθογραφούμουν (α )]
ανορθογραφήθηκα
2 sg
ανορθογραφούσες
ανορθογράφησες
[ανορθογραφούσουν (α )]
ανορθογραφήθηκες
3 sg
ανορθογραφούσε
ανορθογράφησε
ανορθογραφούνταν , {ανορθογραφείτο }
ανορθογραφήθηκε
1 pl
ανορθογραφούσαμε
ανορθογραφήσαμε
ανορθογραφούμασταν , (‑ούμαστε )
ανορθογραφηθήκαμε
2 pl
ανορθογραφούσατε
ανορθογραφήσατε
[ανορθογραφούσασταν , (‑ούσαστε )]
ανορθογραφηθήκατε
3 pl
ανορθογραφούσαν (ε )
ανορθογράφησαν , ανορθογραφήσαν (ε )
ανορθογραφούνταν , {ανορθογραφούντο }
ανορθογραφήθηκαν , ανορθογραφηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανορθογραφώ ➤
θα ανορθογραφήσω ➤
θα ανορθογραφούμαι ➤
θα ανορθογραφηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανορθογραφείς , …
θα ανορθογραφήσεις , …
θα ανορθογραφείσαι , …
θα ανορθογραφηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανορθογραφήσει έχω, έχεις, … ανορθογραφημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ανορθογραφηθεί είμαι , είσαι , … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανορθογραφήσει είχα, είχες, … ανορθογραφημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ανορθογραφηθεί ήμουν , ήσουν , … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ανορθογράφησε
—
ανορθογραφήσου
2 pl
ανορθογραφείτε
ανορθογραφήστε
ανορθογραφείστε
ανορθογραφηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανορθογραφώντας ➤
ανορθογραφούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ανορθογραφήσει ➤
ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ανορθογραφήσει
ανορθογραφηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.