ανορθογραφώ

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ ορθογραφώ (orthografó).

Verb

[edit]

ανορθογραφώ (anorthografó) (past ανορθογράφησα, passive ανορθογραφούμαι, p‑past ανορθογραφήθηκα, ppp ανορθογραφημένος)

  1. to misspell

Conjugation

[edit]
[edit]