Jump to content

ανιχνευτής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανιχνευτής (anichneftísm (plural ανιχνευτές, feminine ανιχνεύτρια)

  1. scout, tracker
    Ανιχνευτές Σέλους (Selous Scouts)
  2. sleuth

Declension

[edit]
Declension of ανιχνευτής
singular plural
nominative ανιχνευτής (anichneftís) ανιχνευτές (anichneftés)
genitive ανιχνευτή (anichneftí) ανιχνευτών (anichneftón)
accusative ανιχνευτή (anichneftí) ανιχνευτές (anichneftés)
vocative ανιχνευτή (anichneftí) ανιχνευτές (anichneftés)
[edit]
see: ανιχνεύω (anichnévo, to scout, to detect)