ανεφοδιάζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ανεφοδιάζομαι • (anefodiázomai) passive (past ανεφοδιάστηκα, active ανεφοδιάζω)
- passive of ανεφοδιάζω (anefodiázo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
ανεφοδιάζομαι • (anefodiázomai) passive (past ανεφοδιάστηκα, active ανεφοδιάζω)