ανεξαρτητοποιούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ανεξαρτητοποιούμαι • (anexartitopoioúmai) passive (past ανεξαρτητοποιήθηκα, active ανεξαρτητοποιώ)
- passive of ανεξαρτητοποιώ (anexartitopoió)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form