ανδρειώνω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αντρειώνω (antreióno) (colloquial)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ανδρειώνω • (andreióno) (past ανδρείωσα, passive ανδρειώνομαι) often in the passive forms[1][2]
Conjugation
[edit]ανδρειώνω ανδρειώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανδρειώνω | ανδρειώσω | ανδρειώνομαι | ανδρειωθώ |
2 sg | ανδρειώνεις | ανδρειώσεις | ανδρειώνεσαι | ανδρειωθείς |
3 sg | ανδρειώνει | ανδρειώσει | ανδρειώνεται | ανδρειωθεί |
1 pl | ανδρειώνουμε, [‑ομε] | ανδρειώσουμε, [‑ομε] | ανδρειωνόμαστε | ανδρειωθούμε |
2 pl | ανδρειώνετε | ανδρειώσετε | ανδρειώνεστε, ανδρειωνόσαστε | ανδρειωθείτε |
3 pl | ανδρειώνουν(ε) | ανδρειώσουν(ε) | ανδρειώνονται | ανδρειωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανδρείωνα | ανδρείωσα | ανδρειωνόμουν(α) | ανδρειώθηκα |
2 sg | ανδρείωνες | ανδρείωσες | ανδρειωνόσουν(α) | ανδρειώθηκες |
3 sg | ανδρείωνε | ανδρείωσε | ανδρειωνόταν(ε) | ανδρειώθηκε |
1 pl | ανδρειώναμε | ανδρειώσαμε | ανδρειωνόμασταν, (‑όμαστε) | ανδρειωθήκαμε |
2 pl | ανδρειώνατε | ανδρειώσατε | ανδρειωνόσασταν, (‑όσαστε) | ανδρειωθήκατε |
3 pl | ανδρείωναν, ανδρειώναν(ε) | ανδρείωσαν, ανδρειώσαν(ε) | ανδρειώνονταν, (ανδρειωνόντουσαν) | ανδρειώθηκαν, ανδρειωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανδρειώνω ➤ | θα ανδρειώσω ➤ | θα ανδρειώνομαι ➤ | θα ανδρειωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανδρειώνεις, … | θα ανδρειώσεις, … | θα ανδρειώνεσαι, … | θα ανδρειωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανδρειώσει έχω, έχεις, … ανδρειωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανδρειωθεί είμαι, είσαι, … ανδρειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανδρειώσει είχα, είχες, … ανδρειωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανδρειωθεί ήμουν, ήσουν, … ανδρειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανδρειώσει θα έχω, θα έχεις, … ανδρειωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανδρειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανδρειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανδρείωνε | ανδρείωσε | — | ανδρειώσου |
2 pl | ανδρειώνετε | ανδρειώστε | ανδρειώνεστε | ανδρειωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανδρειώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανδρειώσει ➤ | ανδρειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανδρειώσει | ανδρειωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ανδρεία f (andreía, “bravery”)
- ανδρειωμένος (andreioménos, “brave”, participle)
- ανδρώνω (andróno, “enforce, give strenghth”, literally “make a man”)
- and see: άνδρας m (ándras, “man”)
References
[edit]- ^ ανδρειώνω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
According to Babiniotis, this is a deponent verb (passive forms only). - ^ Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)
Both active and passive forms.