|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανδραποδίζω
|
ανδραποδίσω
|
ανδραποδίζομαι
|
ανδραποδιστώ, ανδραποδισθώ1
|
2 sg
|
ανδραποδίζεις
|
ανδραποδίσεις
|
ανδραποδίζεσαι
|
ανδραποδιστείς, ανδραποδισθείς
|
3 sg
|
ανδραποδίζει
|
ανδραποδίσει
|
ανδραποδίζεται
|
ανδραποδιστεί, ανδραποδισθεί
|
|
1 pl
|
ανδραποδίζουμε, [‑ομε]
|
ανδραποδίσουμε, [‑ομε]
|
ανδραποδιζόμαστε
|
ανδραποδιστούμε, ανδραποδισθούμε
|
2 pl
|
ανδραποδίζετε
|
ανδραποδίσετε
|
ανδραποδίζεστε, ανδραποδιζόσαστε
|
ανδραποδιστείτε, ανδραποδισθείτε
|
3 pl
|
ανδραποδίζουν(ε)
|
ανδραποδίσουν(ε)
|
ανδραποδίζονται
|
ανδραποδιστούν(ε), ανδραποδισθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανδραπόδιζα
|
ανδραπόδισα
|
ανδραποδιζόμουν(α)
|
ανδραποδίστηκα, ανδραποδίσθηκα1
|
2 sg
|
ανδραπόδιζες
|
ανδραπόδισες
|
ανδραποδιζόσουν(α)
|
ανδραποδίστηκες, ανδραποδίστηκες
|
3 sg
|
ανδραπόδιζε
|
ανδραπόδισε
|
ανδραποδιζόταν(ε)
|
ανδραποδίστηκε, ανδραποδίστηκε
|
|
1 pl
|
ανδραποδίζαμε
|
ανδραποδίσαμε
|
ανδραποδιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ανδραποδιστήκαμε, ανδραποδισθήκαμε
|
2 pl
|
ανδραποδίζατε
|
ανδραποδίσατε
|
ανδραποδιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ανδραποδιστήκατε, ανδραποδισθήκατε
|
3 pl
|
ανδραπόδιζαν, ανδραποδίζαν(ε)
|
ανδραπόδισαν, ανδραποδίσαν(ε)
|
ανδραποδίζονταν, (ανδραποδιζόντουσαν)
|
ανδραποδίστηκαν, ανδραποδιστήκαν(ε), ανδραποδίστηκαν, ανδραποδισθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανδραποδίζω ➤
|
θα ανδραποδίσω ➤
|
θα ανδραποδίζομαι ➤
|
θα ανδραποδιστώ / ανδραποδισθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανδραποδίζεις, …
|
θα ανδραποδίσεις, …
|
θα ανδραποδίζεσαι, …
|
θα ανδραποδιστείς / ανδραποδισθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανδραποδίσει έχω, έχεις, … ανδραποδισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί είμαι, είσαι, … ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανδραποδίσει είχα, είχες, … ανδραποδισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί ήμουν, ήσουν, … ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδίσει θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ανδραπόδιζε
|
ανδραπόδισε
|
—
|
ανδραποδίσου
|
2 pl
|
ανδραποδίζετε
|
ανδραποδίστε
|
ανδραποδίζεστε
|
ανδραποδιστείτε, ανδραποδισθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανδραποδίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανδραποδίσει ➤
|
ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανδραποδίσει
|
ανδραποδιστεί, ανδραποδισθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. passive forms with -στ- are less formal than the ones with -σθ- • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|