From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /an.ðɾa.poˈði.zo/
Hyphenation: αν‧δρα‧πο‧δί‧ζω
ανδραποδίζω • (andrapodízo ) (past ανδραπόδισα , passive ανδραποδίζομαι , p‑past ανδραποδίστηκα /ανδραποδίσθηκα , ppp ανδραποδισμένος )
( formal ) Alternative form of εξανδραποδίζω ( exandrapodízo , “ to enslave ” )
ανδραποδίζω ανδραποδίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανδραποδίζω
ανδραποδίσω
ανδραποδίζομαι
ανδραποδιστώ , ανδραποδισθώ 1
2 sg
ανδραποδίζεις
ανδραποδίσεις
ανδραποδίζεσαι
ανδραποδιστείς , ανδραποδισθείς
3 sg
ανδραποδίζει
ανδραποδίσει
ανδραποδίζεται
ανδραποδιστεί , ανδραποδισθεί
1 pl
ανδραποδίζουμε , [‑ομε ]
ανδραποδίσουμε , [‑ομε ]
ανδραποδιζόμαστε
ανδραποδιστούμε , ανδραποδισθούμε
2 pl
ανδραποδίζετε
ανδραποδίσετε
ανδραποδίζεστε , ανδραποδιζόσαστε
ανδραποδιστείτε , ανδραποδισθείτε
3 pl
ανδραποδίζουν (ε )
ανδραποδίσουν (ε )
ανδραποδίζονται
ανδραποδιστούν (ε ), ανδραποδισθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανδραπόδιζα
ανδραπόδισα
ανδραποδιζόμουν (α )
ανδραποδίστηκα , ανδραποδίσθηκα 1
2 sg
ανδραπόδιζες
ανδραπόδισες
ανδραποδιζόσουν (α )
ανδραποδίστηκες , ανδραποδίστηκες
3 sg
ανδραπόδιζε
ανδραπόδισε
ανδραποδιζόταν (ε )
ανδραποδίστηκε , ανδραποδίστηκε
1 pl
ανδραποδίζαμε
ανδραποδίσαμε
ανδραποδιζόμασταν , (‑όμαστε )
ανδραποδιστήκαμε , ανδραποδισθήκαμε
2 pl
ανδραποδίζατε
ανδραποδίσατε
ανδραποδιζόσασταν , (‑όσαστε )
ανδραποδιστήκατε , ανδραποδισθήκατε
3 pl
ανδραπόδιζαν , ανδραποδίζαν (ε )
ανδραπόδισαν , ανδραποδίσαν (ε )
ανδραποδίζονταν , (ανδραποδιζόντουσαν )
ανδραποδίστηκαν , ανδραποδιστήκαν (ε ), ανδραποδίστηκαν , ανδραποδισθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανδραποδίζω ➤
θα ανδραποδίσω ➤
θα ανδραποδίζομαι ➤
θα ανδραποδιστώ / ανδραποδισθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανδραποδίζεις , …
θα ανδραποδίσεις , …
θα ανδραποδίζεσαι , …
θα ανδραποδιστείς / ανδραποδισθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανδραποδίσει έχω, έχεις, … ανδραποδισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί είμαι , είσαι , … ανδραποδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανδραποδίσει είχα, είχες, … ανδραποδισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί ήμουν , ήσουν , … ανδραποδισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ανδραποδίσει θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανδραποδισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ανδραπόδιζε
ανδραπόδισε
—
ανδραποδίσου
2 pl
ανδραποδίζετε
ανδραποδίστε
ανδραποδίζεστε
ανδραποδιστείτε , ανδραποδισθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανδραποδίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ανδραποδίσει ➤
ανδραποδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ανδραποδίσει
ανδραποδιστεί , ανδραποδισθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. passive forms with -στ- are less formal than the ones with -σθ- • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.