Jump to content

αναφλεκτήρας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναφλεκτήρας (anaflektírasm (plural αναφλεκτήρες)

  1. (automotive) spark plug, sparking plug
    Synonym: μπουζί (bouzí)

Declension

[edit]
Declension of αναφλεκτήρας
singular plural
nominative αναφλεκτήρας (anaflektíras) αναφλεκτήρες (anaflektíres)
genitive αναφλεκτήρα (anaflektíra) αναφλεκτήρων (anaflektíron)
accusative αναφλεκτήρα (anaflektíra) αναφλεκτήρες (anaflektíres)
vocative αναφλεκτήρα (anaflektíra) αναφλεκτήρες (anaflektíres)
[edit]

Further reading

[edit]