Jump to content

ανατολιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανατολιστής (anatolistísm (plural ανατολιστές, feminine ανατολίστρια)

  1. orientalist

Declension

[edit]
Declension of ανατολιστής
singular plural
nominative ανατολιστής (anatolistís) ανατολιστές (anatolistés)
genitive ανατολιστή (anatolistí) ανατολιστών (anatolistón)
accusative ανατολιστή (anatolistí) ανατολιστές (anatolistés)
vocative ανατολιστή (anatolistí) ανατολιστές (anatolistés)
[edit]