αναταράσσομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναταράσσομαι • (anatarássomai) passive (past αναταράχθηκα/αναταράχτηκα, active αναταράσσω)
- passive of αναταράσσω (anatarásso)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αναταράσσομαι • (anatarássomai) passive (past αναταράχθηκα/αναταράχτηκα, active αναταράσσω)
This verb needs an inflection-table template.