ανασχηματισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανασχηματισμός • (anaschimatismós) m (plural ανασχηματισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανασχηματισμός (anaschimatismós) | ανασχηματισμοί (anaschimatismoí) |
genitive | ανασχηματισμού (anaschimatismoú) | ανασχηματισμών (anaschimatismón) |
accusative | ανασχηματισμό (anaschimatismó) | ανασχηματισμούς (anaschimatismoús) |
vocative | ανασχηματισμέ (anaschimatismé) | ανασχηματισμοί (anaschimatismoí) |
Related terms
[edit]- ανασχηματίζω (anaschimatízo, “to reassemble”)