Jump to content

αναρροφητήρας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναρροφητήρας (anarrofitírasm (plural αναρροφητήρες)

  1. (sciences) aspirator

Declension

[edit]
Declension of αναρροφητήρας
singular plural
nominative αναρροφητήρας (anarrofitíras) αναρροφητήρες (anarrofitíres)
genitive αναρροφητήρα (anarrofitíra) αναρροφητήρων (anarrofitíron)
accusative αναρροφητήρα (anarrofitíra) αναρροφητήρες (anarrofitíres)
vocative αναρροφητήρα (anarrofitíra) αναρροφητήρες (anarrofitíres)
[edit]