αναρροφητήρας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναρροφητήρας • (anarrofitíras) m (plural αναρροφητήρες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρροφητήρας (anarrofitíras) | αναρροφητήρες (anarrofitíres) |
genitive | αναρροφητήρα (anarrofitíra) | αναρροφητήρων (anarrofitíron) |
accusative | αναρροφητήρα (anarrofitíra) | αναρροφητήρες (anarrofitíres) |
vocative | αναρροφητήρα (anarrofitíra) | αναρροφητήρες (anarrofitíres) |
Related terms
[edit]- see: αναρρόφηση f (anarrófisi, “suction”)