αναπροσανατολισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναπροσανατολισμός • (anaprosanatolismós) m (plural αναπροσανατολισμοί)
Declension
[edit]Declension of αναπροσανατολισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπροσανατολισμός • | αναπροσανατολισμοί • |
genitive | αναπροσανατολισμού • | αναπροσανατολισμών • |
accusative | αναπροσανατολισμό • | αναπροσανατολισμούς • |
vocative | αναπροσανατολισμέ • | αναπροσανατολισμοί • |
Related terms
[edit]- see: προσανατολίζω (prosanatolízo, “to orientate”)