Jump to content

αναπροσανατολισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναπροσανατολισμός (anaprosanatolismósm (plural αναπροσανατολισμοί)

  1. reorientation

Declension

[edit]
Declension of αναπροσανατολισμός
singular plural
nominative αναπροσανατολισμός (anaprosanatolismós) αναπροσανατολισμοί (anaprosanatolismoí)
genitive αναπροσανατολισμού (anaprosanatolismoú) αναπροσανατολισμών (anaprosanatolismón)
accusative αναπροσανατολισμό (anaprosanatolismó) αναπροσανατολισμούς (anaprosanatolismoús)
vocative αναπροσανατολισμέ (anaprosanatolismé) αναπροσανατολισμοί (anaprosanatolismoí)
[edit]