αναπροσανατολισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναπροσανατολισμός • (anaprosanatolismós) m (plural αναπροσανατολισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπροσανατολισμός (anaprosanatolismós) | αναπροσανατολισμοί (anaprosanatolismoí) |
genitive | αναπροσανατολισμού (anaprosanatolismoú) | αναπροσανατολισμών (anaprosanatolismón) |
accusative | αναπροσανατολισμό (anaprosanatolismó) | αναπροσανατολισμούς (anaprosanatolismoús) |
vocative | αναπροσανατολισμέ (anaprosanatolismé) | αναπροσανατολισμοί (anaprosanatolismoí) |
Related terms
[edit]- see: προσανατολίζω (prosanatolízo, “to orientate”)