αναπαριστάνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναπαριστάνομαι • (anaparistánomai) passive (past αναπαραστάθηκα, active αναπαριστάνω)
- to be portrayed
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αναπαριστάνω (anaparistáno)
αναπαριστάνομαι • (anaparistánomai) passive (past αναπαραστάθηκα, active αναπαριστάνω)