From αναπαριστώ , as παρασταίνω from παριστώ . See etymologies of παριστάνω & παρασταίνω .
IPA (key ) : /anaparaˈsteno/
Hyphenation: α‧να‧πα‧ρα‧σταί‧νω
αναπαρασταίνω • (anaparastaíno ) (past αναπαράστησα , passive αναπαρασταίνομαι )
( vernacular ) Alternative form of αναπαριστάνω ( anaparistáno )
αναπαρασταίνω αναπαρασταίνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναπαρασταίνω (αναπαριστάνω → )
αναπαραστήσω
αναπαρασταίνομαι
αναπαρασταθώ
2 sg
αναπαρασταίνεις
αναπαραστήσεις
αναπαρασταίνεσαι
αναπαρασταθείς
3 sg
αναπαρασταίνει
αναπαραστήσει
αναπαρασταίνεται
αναπαρασταθεί
1 pl
αναπαρασταίνουμε , [‑ομε ]
αναπαραστήσουμε , [‑ομε ]
αναπαρασταινόμαστε
αναπαρασταθούμε
2 pl
αναπαρασταίνετε
αναπαραστήσετε
αναπαρασταίνεστε , αναπαρασταινόσαστε
αναπαρασταθείτε
3 pl
αναπαρασταίνουν (ε )
αναπαραστήσουν (ε )
αναπαρασταίνονται
αναπαρασταθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναπαράσταινα
αναπαράστησα
αναπαρασταινόμουν (α )
αναπαραστάθηκα
2 sg
αναπαράσταινες
αναπαράστησες
αναπαρασταινόσουν (α )
αναπαραστάθηκες
3 sg
αναπαράσταινε
αναπαράστησε
αναπαρασταινόταν (ε )
αναπαραστάθηκε
1 pl
αναπαρασταίναμε
αναπαραστήσαμε
αναπαρασταινόμασταν , (‑όμαστε )
αναπαρασταθήκαμε
2 pl
αναπαρασταίνατε
αναπαραστήσατε
αναπαρασταινόσασταν , (‑όσαστε )
αναπαρασταθήκατε
3 pl
αναπαράσταιναν , αναπαρασταίναν (ε )
αναπαράστησαν , αναπαραστήσαν (ε )
αναπαρασταίνονταν , (αναπαρασταινόντουσαν )
αναπαραστάθηκαν , αναπαρασταθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναπαρασταίνω ➤
θα αναπαραστήσω ➤
θα αναπαρασταίνομαι ➤
θα αναπαρασταθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναπαρασταίνεις , …
θα αναπαραστήσεις , …
θα αναπαρασταίνεσαι , …
θα αναπαρασταθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναπαραστήσει έχω, έχεις, … αναπαραστημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναπαρασταθεί είμαι , είσαι , … αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναπαραστήσει είχα, είχες, … αναπαραστημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναπαρασταθεί ήμουν , ήσουν , … αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναπαραστήσει θα έχω, θα έχεις, … αναπαραστημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναπαρασταθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναπαράσταινε
αναπαράστησε
—
αναπαραστάσου
2 pl
αναπαρασταίνετε
αναπαραστήστε
αναπαρασταίνεστε
αναπαρασταθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναπαρασταίνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναπαραστήσει ➤
αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναπαραστήσει
αναπαρασταθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• αναπαρασταίνω is vernacular , a rare alternative of the more common αναπαριστάνω . Also see, the formal αναπαριστώ . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
παρασταίνω ( parastaíno , “ alternative of παριστάνω” )