αναπαραδιάρης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναπαραδιάρης • (anaparadiáris) m (plural αναπαραδιάρες, feminine αναπαραδιάρισσα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπαραδιάρης (anaparadiáris) | αναπαραδιάρες (anaparadiáres) |
genitive | αναπαραδιάρη (anaparadiári) | αναπαραδιαρών (anaparadiarón) |
accusative | αναπαραδιάρη (anaparadiári) | αναπαραδιάρες (anaparadiáres) |
vocative | αναπαραδιάρη (anaparadiári) | αναπαραδιάρες (anaparadiáres) |
Related terms
[edit]- αναπαραδιά f (anaparadiá, “pennilessness”)