αναπαραγωγές
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναπαραγωγές • (anaparagogés) f
- nominative plural of αναπαραγωγή (anaparagogí)
- accusative plural of αναπαραγωγή (anaparagogí)
- vocative plural of αναπαραγωγή (anaparagogí)
αναπαραγωγές • (anaparagogés) f