αναμετρώ
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αναμετράω (anametráo)
Verb
[edit]αναμετρώ • (anametró) (past αναμέτρησα, passive αναμετριέμαι/αναμετρούμαι)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αναμέτρηση f (anamétrisi, “contest”)