αναμεταδότης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναμεταδότης • (anametadótis) m (plural αναμεταδότες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμεταδότης (anametadótis) | αναμεταδότες (anametadótes) |
genitive | αναμεταδότη (anametadóti) | αναμεταδοτών (anametadotón) |
accusative | αναμεταδότη (anametadóti) | αναμεταδότες (anametadótes) |
vocative | αναμεταδότη (anametadóti) | αναμεταδότες (anametadótes) |
Related terms
[edit]- see: μεταδίδω (metadído, “to transmit, to broadcast”)