Jump to content

αναμεταδότης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμεταδότης (anametadótism (plural αναμεταδότες)

  1. transmission mast, radio mast

Declension

[edit]
Declension of αναμεταδότης
singular plural
nominative αναμεταδότης (anametadótis) αναμεταδότες (anametadótes)
genitive αναμεταδότη (anametadóti) αναμεταδοτών (anametadotón)
accusative αναμεταδότη (anametadóti) αναμεταδότες (anametadótes)
vocative αναμεταδότη (anametadóti) αναμεταδότες (anametadótes)
[edit]